Ήταν μια απαίσια ημέρα η χτεσινή – απ’όλες τις απόψεις, μετά από ένα κ-α-τ-α-π-λ-η-κ-τ-ι-κ-ό πσκ με φίλους:

  • η μούχλα της μούχλας τη μούχλα την μούχλα Ω μουχλα,
  • το αγαπημένο μου project πάει χάλια,
  • τελείωσαν τα εισιτήρια για το Forsythe – λίγο πριν πάω εγώ στα εκδοτήρια,
  • θα ξαναγίνω ένα περιπλανώμενο τσίρκο με τα επαγγελματικά ταξίδια του Φεβρουαρίου/Μαρτίου – παναπεί, μόνο με αυτά που γνωρίζω ήδη, χώρια όσα προκύψουν στην πορεία,
  • διάφορα τρόλια λέν το μακρύ τους και το κοντό τους – η λογική είδος εν ανεπαρκεία θαρρείς…

Ώσπου σύρθηκα σπίτι αργά το απόγευμα. Και βρήκα στο γραμματοκιβώτιό μου ένα χαρτάκι του Courrier, που με πληροφούσε ότι πέρασαν, δε με βρήκαν, και άφησαν το πακέτο σε ένα γείτονα. Ο συμπαθέστατος γείτονάς μου μου έτεινε το «βαρύ πακέτο» προσηνής και χαμογελαστός… Απ’το Παρίσι!! Η Manu μ’ευχαριστεί για την πρόσφατη φιλοξενία και με στέλνει, ανάμεσα σε άλλα καλούδια που δεν είναι της παρούσης, αυτό:

Το δερματόδετο αντικείμενο του πόθου

Το δερματόδετο αντικείμενο του πόθου

 

Φυσικά, το τέρας καταξοδεύτηκε, και δεν έπρεπε – αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι ότι, μέσα στη μουντρουχίαση της μέρας, άξαφνα βρέθηκα ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με τον Marcel Proust στην πιο:

  • φημισμένη, από την πατιναρισμένη βιβλιοθήκη της Pléiade
  • σημαντική, με τους σπουδαιότερους φιλολόγους-επιμελητές-ιστορικούς
  • καλαίσθητη, από καφέ μυρωδάτο χρυσόδετο δέρμα και σαμπανιζέ λεπτό χαρτί

έκδοση του πρώτου τόμου της «Αναζήτησης», μιας μεγάλης (της πρώτης…) φιλολογικής μου αγάπης στη γλώσσα του Βολταίρου.

Υπάρχουν τουλάχιστον άλλα τρία αντίτυπα σκόρπια στη βιβλιοθήκη μου – η ελληνική έκδοση του Ηριδανού σε μετάφραση Π. Α. Ζάνα και οι γαλλικές Folio και Gallimard – βιβλία που έπαιρνα μαζί μου στα ταξίδια μου, στοίβαζα σε βαλίτσες και sacs voyage, που λέρωσα με κρασί και αντηλιακό, που υπογράμμιζα και γέμιζα ακατάληπτες σημειώσεις μέσα στην έπαρση της εφηβείας που όλα τα ξέρει.

Αλλά φυσικά δεν συγκρίνονται με αυτό. Ένα βιβλίο που διαβάζεται μια κρύα φθινοπωρινή μέρα στο σαλόνι του σπιτιού με τσάι και – γιατί όχι, μέσα σ’όλους κρύβεται ένα ψώνιο, madeleines. Ένα βιβλίο φετίχ, που ξεφυλίζεται αργά, τελετουργικά, πριν ο σελιδοδείκτης μπει στην διαβασμένη σελίδα (ποτέ συνδετήρας, ποτέ τσάκιση του χαρτιού), πριν ξαναμπεί στο κάλυμμά του για να περάσει το υπόλοιπο της νύχτας.

Μέχρι τώρα υλιστής δεν ήμουν, τουλάχιστον όχι σε τέτοιο βαθμό. Αλλά να, είναι το πρώτο βιβλίο Pléiade που δε δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη του Institut επειδή μ’αγαπούσε η βιβλιοθηκάριος (με την εξαίρεση μιας σκοροφαγωμένης Mme de Sévigné που αγόρασα κοψοχρονιά Rue St. André des Arcs). Και σήμανε για μένα, ένα είδος ενηλικίωσης – όψιμης, έστω. Και μια άφατη χαρά.

Je trouve très raisonnable la croyance celtique que les âmes de ceux que nous avons perdus sont captives dans quelque être inférieur, dans une bête, un végétal, une chose inanimée, perdues en effet pour nous jusqu’au jour, qui pour beaucoup ne vient jamais, où nous nous trouvons passer près de l’arbre, entrer en possession de l’objet qui est leur prison. Alors elles tressaillent, nous appellent, et sitôt que nous les avons reconnues l’enchantement est brisé. Délivrées par nous, elles ont vaincu la mort et reviennent vivre avec nous.

Il est ainsi de notre passé. C’est peine perdue que nous cherchions à l’évoquer, tous les efforts de nore intelligence sont inutiles. Il est caché hors de son domain et de sa portée, en quelque objet matériel (en la sensation que nous donnerait cet objet matériel), que nous ne soupçonnons pas. Cet objet, il dépend du hasard que nous le rencontrions avant de mourir, ou que nous ne le rencontrions pas.

Βρίσκω πολύ λογική την κέλτικη δοξασία σύμφωνα με την οποία οι ψυχές των ανθρώπων που χάσαμε αιχμαλωτίσθηκαν σε κάποιο κατώτερο όν, ένα ζώο, ένα φυτό, ένα άψυχο αντικείμενο, χαμένες πράγματι για μας ώσπου, μια μέρα – που για πολλούς δε θα’ρθει ποτέ – περνάμε τυχαία κοντά στο δέντρο, αποκτούμε τυχαία το αντικείμενο-ειρκτή. Και τότε, οι ψυχές σκιρτούν, μας φωνάζουν, και, άπαξ και τις αναγνωρίσουμε, το ξόρκι λύνεται. Τις σώσαμε, νίκησαν το θάνατο και ξανάρχονται να ζήσουν μαζί μας.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το παρελθόν μας. Μάταιος κόπος αν προσπαθήσουμε να το θυμηθούμε, όλες μας οι προσπάθειες, όλη μας η ευφυϊα, μάταιες. Κρύβεται εκεί που η ευφυϊα δεν μπορεί να φτάσει, σε ένα υλικό αντικείμενο (ή, καλύτερα, στην αίσθηση που θα μας δημιουργούσε το αντικείμενο αυτό), το οποίο ούτε κάν υποπτευόμαστε. Και το αν βρεθεί στο δρόμο μας το αντικείμενο αυτό πριν πεθάνουμε ή ποτέ, εξαρτάται πλήρως απ’την τύχη.

À la recherche du temps perdu, du côté de chez Swann, I, i, p. 43-4.