S. Dalì, the persistence of memory

Salvador Domingo Felipe Jacinto Dalí, the persistence of memory

Στην αρχή προσπαθούσε να τα συγκρατήσει. Πάλευε με χαρτάκια κολημένα άτσαλα σε δερμάτινες ατζέντες, υπογράμμιζε ονόματα σε λίστες από παρέες που είχαν από καιρό διαλυθεί, έμπαινε καθημερινά στο site της Εκκλησίας της Ελλάδος και χάζευε τάχαμου τα άνθη στις προθήκες των ανθοπωλείων.

Μα η μνήμη του σιγά-σιγά τον πρόδιδε. Ώσπου μια παγωμένη μέρα του Νοέμβρη συνέβη το μοιραίο: ξέχασε τα γενέθλια της μητέρας του. Και όχι μόνο αυτό, την πήρε και τηλέφωνο την προτεραία, να τον ξυπνήσει νωρίς.

Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη μοντέρνα τεχνολογία, μετά από χρόνια αντίστασης. Έβαλε τα περιεχόμενα απ’όλες τις σκονισμένες ατζέντες του στο ημερολόγιο του Outlook ως recurring appointments (μαρκάροντάς τα ως προσωπικά για να μη τα βλέπει η φιλοπερίεργη γραμματέας του). Και στο κινητό του επίσης, με ήχο ξυπνητηριού κάθε μέρα γενεθλίων – σε συγκεκριμμένη ώρα. Με τις γιορτές ήταν δυσκολότερα. Αποξενωμένος από την ελληνική υποκουλτούρα, δε θυμόταν παρά τις δικές του γιορτές, και τα Χριστούγεννα. Ένα υπεραστικό τηλεφώνημα στη γιαγιά του, του έλυνε όλες τις απορίες, εκτός του γιατί στις 21 Νοεμβρίου γιορτάζουν οι παρθένες Μαρίες και στις 15 Αυγούστου οι παντρεμένες, δεδομένου όντος ότι η Μαριάμ εκείνη ήτο παρθένα και κατά τα Εισόδια και κατά την Ανάληψή της (ώ άγιε ελαστικέ Υμένα, Σε προσκυνούμε, Σε ευχαριστούμε κτλ κτλ.). Όταν τολμούσε να ψελίσει την ερώτηση, το παραλήρημα και τα ξεματιάσματα της γιαγιάς του στην άλλη άκρη της γραμμής δε σήκωναν συζήτηση. Laisse tomber alors.

Για λίγο καιρό δούλεψε το υπερμοντέρνο σύστημα. Για ένα χρόνο μάλιστα δούλεψε σχεδόν χωρίς ψεγάδι. Έπειτα όμως κατάλαβε το τρωτό σημείο της μοντέρνας τεχνολογίας: σου θυμίζει άκριτα -και αδιάκριτα – αυτά που ξέχασες, αυτά που θέλεις να είχες ξεχάσει, που κανονικά θα είχες ξεχάσει … γιατί ο χρόνος είναι γιατρός, αλμπάνης μεν, αλλά που δε χρειάζεται φακελάκι.

Άρχισαν λοιπόν να τον ταλαιπωρούν recurring appointments που του θύμιζαν γιορτές ανθρώπων τους οποίους δεν είχε πια την υποχρέωση να πάρει τηλέφωνο, ή, ακόμη χειρότερα, γενέθλια ανθρώπων που πάλευε να λησμονήσει, τόσο πολύ που έφτασε να μεταναστεύσει ξανά, ν’αλλάξει πόλη και χώρα μόνο και μόνο για να δεί, ένα βροχερό πρωϊνό αρχές του Σεπτέμβρη, το κινητό του ν’ αναβοσβήνει. Και διάβασε έντρομος τ’όνομα.

 

Nomina sunt numina, sicut erat in principio, ed in aeternitatem tale.