Θέλω να (αντι-)γράψω πάλι για όμορφα πράγματα σήμερα, μέσα στη γενική μαυρίλα.
Beowulf
867 …. Hwilum cyninges þegn,
868 guma gilphlæden, gidda gemyndig,
869 se ðe ealfela ealdgesegena
870 worn gemunde, word oþer fand
871 soðe gebunden; secg eft ongan
872 sið Beowulfes snyttrum styrian
873 ond on sped wrecan spel gerade,
874 wordum wrixlan. Welhwylc gecwæð
875 þæt he fram Sigemundes/ secgan hyrde
876 ellendædum, uncuþes fela,
From time to time, a thane of the king,
who had made many vaunts, and was mindful of verses,
stored with sagas and songs of old,
bound word to word in well-knit rime,
welded his lay; this warrior soon
of Beowulf’s quest right cleverly sang,
and artfully added an excellent tale,
in well-ranged words, of the warlike deeds
he had heard in saga of Sigemund.
Strange the story: he said it all, —
Που και που, ένας απ’ τους υπασπιστές του βασιλιά,
Στα λόγια πολύπειρος, στους στίχους διαβασμένος,
Με νου γεμάτο από έπη και τραγούδια αρχαία
Έπλεκε λέξη-λέξη ένα καλοταίριαστο ποίημα
Σύντομα, με δεξιοσύνη θαυμαστή, ο πολέμαρχος αυτός
Έψαλε το κατόρθωμα του Μπέοβουλφ,
Και με πονηριά του πρόσθεσε ένα έξοχο μύθο,
Με καλοταιριασμένες λέξεις, απ’ τους πολεμικούς άθλους
Που’χε ακούσει στο έπος του Σιγιμούνδου
Παράξενη η ιστορία: και όλη την είπε, —
Ραψωδία θ
Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαιάκας.
Μετάφραση Ἀργύρη Ἐφταλιώτη
62 κῆρυξ δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθεν ἄγων ἐρίηρον ἀοιδόν,
63 τὸν πέρι μοῦσ᾽ ἐφίλησε, δίδου δ᾽ ἀγαθόν τε κακόν τε·
64 ὀφθαλμῶν μὲν ἄμερσε, δίδου δ᾽ ἡδεῖαν ἀοιδήν.
65 τῷ δ᾽ ἄρα Ποντόνοος θῆκε θρόνον ἀργυρόηλον
66 μέσσῳ δαιτυμόνων, πρὸς κίονα μακρὸν ἐρείσας·
67 κὰδ δ᾽ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν
68 αὐτοῦ ὑπὲρ κεφαλῆς καὶ ἐπέφραδε χερσὶν ἑλέσθαι
69 κῆρυξ· πὰρ δ᾽ ἐτίθει κάνεον καλήν τε τράπεζαν,
70 πὰρ δὲ δέπας οἴνοιο, πιεῖν ὅτε θυμὸς ἀνώγοι.
71 οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
72 αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
73 μοῦσ᾽ ἄρ᾽ ἀοιδὸν ἀνῆκεν ἀειδέμεναι κλέα ἀνδρῶν,
74 οἴμης τῆς τότ᾽ ἄρα κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε,
Φέρνει κι ὁ κράχτης τὸν καλὸ τραγουδιστή μαζί του,
ποὺ ἡ Μοῦσα τὸν ἀγάπησε, καὶ τοῦ ‘δωσε σμιγμένο
καλὸ μαζὶ μὲ τὸ κακό. Τὸ φῶς του αὐτὴ τοῦ πῆρε,
μὰ τοῦ ‘φερε γλυκειὰ φωνή. Θρονὶ ἀργυροδεμένο
στοὺς καλεστοὺς ἀνάμεσα τοῦ στήνει ὁ κράχτης, δίπλα
στύλου ἁψηλοῦ, καὶ σὲ καρφὶ τὴ λύρα του κρεμώντας
ποπάνωθέ του, τοῦ ‘δειξε πρὸς ποῦ ν’ ἁπλοχερίση.
Καὶ τοῦ ‘βαλε τραπέζι ὀμπρὸς μ’ ἀπάνω του πανέρι,
Τὰ χέρια τότε ὅλοι ἅπλωναν στὰ καλοφάγια ὀμπρός τους.
Κι ἀπὸ πιοτὸ κι ἀπὸ φαῒ σὰ φράνθηκε ἡ καρδιά τους,
τὸν ψάλτη ἡ Μοῦσα κίνησε νὰ ψάλη ἀντρῶνε δόξες,
ἀπὸ τραγούδι ποὺ ἔφτανε ἡ φήμη του στὰ οὐράνια…