E. Munch, Το χιονισμένο χωράφι

Ακόμη και αν όλα τριγύρω μου καταρρέουν αργά και μεθοδικά,

Ακόμη και αν όλοι οι μεγαλοσχήμονες καραγκιόζηδες δεν τα βρίσκουνε,

Ακόμη και αν ένας υπερατλαντικός καραγκιόζης φέρεται να είπε πως μπορεί η γειτονιά μου να γίνει ξανά χαράκωμα και να ξανανοίξουν τα μπούνκερ στο μετρό και τα υπόγεια των εκκλησιών,

Ακόμη και αν στερηθώ το χαλαρωτικό τσάι απ’τις Βρυξέλλες, τη σοκολάτα απ’τη Βιέννη, το άρωμα από πορτοκάλια της Καλαβρίας, τις αντίκες απ’το Νανσύ, και τις τόσες άλλες χαριτωμένες παπαριές που με φόρτωσε η πρόσκαιρη – και σχετική – χλιδή,

Έχω ακόμη το μυαλό και την καρδιά μου στη θέση τους, έχω τα (καλά) βιβλία που’χω διαβάσει αποθηκευμένα στο σκληρό της μνήμης μου, εκεί που ο καθημερινός κυνισμός δεν τἀχει αγγίξει,

Έχω – προπαντός – ένα κορμί μυρωδάτο και ζεστό, που με περιμένει το βράδυ όταν γυρνάω κουρασμένος απ’τη δουλειά,

Και που με αφήνει κουρασμένο με ένα φιλί, το επόμενο πρωἰ.

Γεννηθήκαμε και οι δυό κοντά στους αγρούς,

Ξέρουμε να κόβουμε ξύλα, να σκαλίζουμε πατάτες και να βάζουμε καλάμια για φασόλια,

Καταλαβαίνουμε πότε δένουν κεφάλι τα κρεμμύδια και τα λάχανα.

Θα επιβιώσουμε.

Αντέστε μου στο διάλο τοκογλύφοι.

E. Munch, Η βελανιδιά