Μέρος τέταρτο (εδώ , εδώ και εδώ τα προηγούμενα)

Η χορωδία σταμάτησε να μας ζαλίζει τ’ αυτιά, διάφορα άλλα μέρη του σώματος και τον έρωτα. It’s show time baby! Σύμφωνα με το τυπικό που μας επιβλήθηκε δια ροπάλου από τη Φ, σηκωθήκαμε ευλαβώς και προχωρήσαμε μπροστά απ’ την αγρία τράπεζα (ΣτΣ: στις καθολικές εκκλησίες, αυτή η τάβλα-φετίχ δεν είναι κρυμμένη πίσω από την υπερβολή του χρυσού και της ανιαρής, σκοτεινής, δισδιάστατης, ασύμμετρης, βυζαντινής ζωγραφικής του τέμπλου. Έτσι, απομυθοποιείται ευκολότερα).

Κοίταξα το θίασο εν παρατάξει: τέσσερις ταλαίπωροι νομάτοι, που, όπως οι Νεραϊδονονές στο παραμύθι «Η Ωραία Κοιμωμένη», είχαν αποστολή τους (should they choοse to accept it!) να «μοιράνουν» το βρέφος. Οι τρεις πρώτες νεράιδες περιορίσθηκαν στα τετριμμένα: υγεία, αγάπη, ευτυχία, καλοσύνη, μετοχές σε εταιρείες blue chips, μεγάλα βυζιά, ομόλογα του Γερμανικού δημοσίου, καλή λειτουργία του εντέρου, και τα συναφή. Το ακροατήριο βαυκαλιζόταν ευχαριστημένο και, τη υποδείξει του ιερέα, βέλαζε “Darum bitten wir Dich, ο Gott” μετά από κάθε προσευχή. Ο τέταρτος όμως (Νεράιδος; Τρίτων; Πωστοδιάλοτολένε;), είχε άλλα σχέδια στο νου του.

Με καλλιτεχνικό μούσι τριών ημερών (να ξυριστώ; Χα!), σαρδόνιο χαμόγελο και γραβάτα Mickey Mouse, πήρα βαθιά ανάσα και άρχισα, την «καλήν απολογίαν, την επί του φοβερού βήματος»:

Και μια γυναίκα που κρατούσε ένα μωρό στον κόρφο της, του είπε, Μίλησέ μας για τα Παιδιά.
Και κείνος είπε:
Δεν είναι δικά σας τα παιδιά.
Είναι οι γιοι κι οι θυγατέρες του πόθου της Ζωής που ζητά να υπάρχει.

Γεννιώνται από σας, όμως εσείς δεν τα δημιουργείτε,
Ζούνε μαζί σας, κι ωστόσο δεν ανήκουνε σε σας.
Μπορεί την αγάπη σας να τους δώσετε, μα τις σκέψεις σας, όχι,
Γιατί αυτά έχουνε σκέψεις δικές τους.
Μπορεί να φιλοξενείτε το κορμί τους μα το πνεύμα τους όχι.

Γιατί το πνεύμα τους ζει μες στο αύριο, το αύριο αυτό που εσείς δε θα δείτε ούτε και μέσα στ’ όνειρό σας.
Μπορεί ν’ αγωνιστείτε να τους μοιάσετε, όμως μην αξιώσετε να σας μοιάσουν.
Γιατί η ζωή δεν επιστρέφει κι ούτε βυθίζετε στο χτες.
Είστε τα τόξα που θα τινάξουν προς τα εμπρός τα τέκνα σας σα βέλη.
Ο Τοξότης βλέπει το στόχο του πάνω στο μονοπάτι του απείρου, και σας λυγίζει με τη δύναμή Του, ώσπου τα βέλη Του να τιναχτούν μακριά σαν αστραπή.
Χαρήτε το λύγισμά σας στο χέρι του Τοξότη.
Γιατί όπως αγαπά τα βέλη που πετούν, έτσι αγαπά και το ακίνητό Του τόξο.

Kahlil Gibran, Ο Προφήτης (The prophet) Εκδόσεις Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1969, σελ. 28
Μετάφραση Φώντα Κονδύλη – Κωστή Νικάκη

Τελείωσα το απόσπασμα, σχεδόν χωρίς πνοή – αναλογιζόμενος τις συνέπειες τόσων κανταριών ανοχής στον οίκο της δογματικής, αμετακίνητης βεβαιότητας. Κοίταξα γύρω μου: αμηχανία μαύρη, όμως οι ιθαγενείς της φυλής των δεισιδαιμόνων δε φαίνονταν να έχουν διάθεση να με παλουκώσουν με το όργανο του μαρτυρίου του γκουρού τους. Μια σπίθα – ή τουλάχιστον έτσι με φάνηκε – άναψε στο βλέμμα του παπά ενόσω έλεγε “Preghiamoci, o Signore”, ενθυμούμενος, πιθανώς τα χρόνια του στο παπαδίστικο ΙΕΚ του Βατικανού, σε απόσταση τσιρίδας από την ημιθεϊκή παρουσία του (τρικέρατου, τρισκατάρατου κτλ) Πάπα.

Ένα χαμόγελο – ή τουλάχιστον έτσι με φάνηκε – άστραψε στα χείλη της Φ. Ποιος είπε ότι οι Χριστιανοί δε μπορούν έχουν χιούμορ;

Στρογγυλοκάθισα (τρόπος του κλαίγειν) στο στασίδι μου. Είχα νικήσει – έστω, στα πέναλτυ, αλλά παιχνίδι δύσκολο! Ο ομπρελοφόρος apparachnik βάτραχος πλατσούριζε ανέμελος στη λεκάνη με τον αγιασμό – ενίοτε διαμαρτυρόμενος για την αλμύρα του νερού και τα «κωλλοβακτηρίδια» (sic) που συμπλατσούριζαν μέσα του.

Μπορούσα να φάω διπλή μερίδα γλυκό μετά τη βάπτιση – με τη συνείδησή μου ήσυχη. Κάποια μέρα θα διηγηθώ αυτή την ιστορία στη μικρή – που δε θα ναι πια καθόλου μικρή…

Εύχομαι να καταλάβει.

Επίσης, αν όντως καταλάβει, εύχομαι να έχω ακόμη την πνευματική διαύγεια να το θεωρήσω θρίαμβο του ορθολογισμού και όχι απόδειξη ύπαρξης του θεού, που τάχα μου εισάκουσε την προ ετών «προσευχή» μου.

The proof of the pudding is in the eating, my dear undantag. Και μ’ αυτή τη γλυκιά σκέψη στο νου σηκώθηκα να πάρω άλλο ένα (το τρίτο) κομμάτι γλυκό. Kirsch-Mohnstrudel mit Sahne, Marzipantorte, Sachertorte. Η δική μου, προσωπική, ανυπέρβλητη Αγία Τριάς, εν μέσω πλήθους ροδαλών, στρουμπουλών Σεραφείμ, Χειρουβίμ, Αρλουμπίμ, Περαβρεχίμ και Καραπιπερίμ, που έψελναν άσματα της Έφης Θώδη, εν χορώι.

THE END?

Μέρος τρίτο (εδώ και εδώ τα προηγούμενα)

Το μήνα που προηγήθηκε της βαπτίσεως, η φίλη μου η Φ είχε πολλά στο κεφάλι της: προσκλήσεις, χορωδία, ρούχα, ζαχαροπλαστείο για το παραδοσιακό “”Kaffee und Kuchen” (καφέ και γλυκό) μετά την τελετή – και άλλα τέτοια ουσιώδη. Εγώ πάλι στο κεφάλι μου είχα μόνο σημάδια από ομπρελιές…. Αν υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να αντιμετωπίσω – εκτός φυσικά απ’ τον προλεταροαμφίβιο ινστρούχτορά μου – αυτό είναι γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης:
– Φ …!
– «Βρε καλώς τον undantag! Για πες μας κι εσύ τη γνώμη σου, δαντέλες ή ναυτικά;»
– [δαντέλες φυσικά, δε θα με την κάνεις την ανιψιά αγοροκόριτσο!] Ξέρεις Φ ήθελα να σε ζητήσω μήπως μπορείς να με βγάλεις απ’ εκείνη την ομάδα, αυτούς μωρέ που θα μιλάνε ο καθένας τη γλώσσα του…
– Τη Fürbitte εννοείς; Μα, γιατί; Έστειλα ήδη τα προσκλητήρια, κανόνισα το πρόγραμμα…
– [γιατί, όπως πολύ καλά γνωρίζεις, είμαι άθεος;] Να μωρέ, δεν αισθάνομαι άνετα να μιλήσω μπροστά σε τόσο άγνωστο κόσμο…
– Ανοησίες! Δές το σαν αγόρευση σε δικαστήριο ή σε παρουσίαση στο πανεπιστήμιο. Για ρίξε μια ματιά στο φυλλάδιο με τους ύμνους και πες με αν νομίζεις ότι είναι αρκετά εύκολοι για να ακολουθήσουν όλοι οι καλεσμένοι.
– [οι άλλοι δεν ξέρω, εγώ πάντως τα @@ μου δεν τα κόβω για να μπορέσω ν’ ανεβώ τόσο ψηλά…]. ΟΚ μου φαίνεται. Παρεμπιπτόντως, η αγόρευση στο δικαστήριο ή η παρουσίαση σε φοιτητές είναι εύκολες όταν πιστεύεις στη δύναμη των επιχειρημάτων γι’ αυτό που θες να περάσεις …
– Μα η Fürbitte δεν είναι πυρηνική φυσική! Και, όπως σε είπα, θα σε βοηθήσω στη μετάφραση!
[#$(*&$()*&#($*&] Πρέπει να φύγω τώρα, έχω μια επείγουσα προθεσμία.Μαύρα μεσάνυχτα, ξάγρυπνος. Στο κομοδίνο μου, εδώ και καιρό, φιγουράρει το προσκλητήριο. Με τη φατσούλα της μικρής στην έξω σελίδα. Με το χάρτη της περιοχής – η εκκλησία και το ζαχαροπλαστείο μαρκαρισμένα με κόκκινους σταυρούς – στο οπισθόφυλλο. Και με χειρόγραφη την υπενθύμιση “Fürbitte!” εντός.

Πώς να τετραγωνίσω τον κύκλο; Πώς να συμβιβάσω τα (δεν!) πιστεύω μου με τις απαιτήσεις του κοινωνικού μου περίγυρου, τα ειλικρινή αισθήματα φιλίας για τη Φ και την ανείπωτή μου χαρά για τον ερχομό αυτού του χαμογελαστού μωρού στον δεισιδαίμονα τούτο κόσμο; Και, ταυτόχρονα, πώς να δώσω ένα θετικό, χαμογελαστό μήνυμα γι’ αυτό που πραγματικά είμαι προς τα έξω – ξεφεύγοντας απ’ τη συνήθη ρετσινιά του αντιδραστικού, μαύρου προβάτου; Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Και, φυσικά, η εισαγωγή στο νοσοκομείο με μαγουλάδες ή ένα επείγον επαγγελματικό ταξίδι στο Τιμπουκτού ή τους Γαργαλιάνους δεν πιάνονται για λύσεις.

Ξύνω το μούσι μου με φανατισμό, μπας και πατήσω το ON του εγκεφάλου μου. Αφού δούλεψε με τόσους μουσάτους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους, γιατί να μη δουλέψει και με μένα:

– Φυσικά, να προσευχηθώ ως αμνοερίφιο, ούτε λόγος. Άντε, το πολύ να παραινέσω – αλλά υπαρκτά πρόσωπα και μόνο. Και, φυσικά, όχι τη μικρούλα – που δεν καταλαβαίνει τίποτε! Αρκετά θα υποφέρει την ημέρα εκείνη…
– Οι θεϊστές λατρεύουν τις παραινέσεις, τις εντολές, τις παραβολές! Ναι, μια συμβολική παραίνεση σερβιρισμένη με άφθονο μεταφυσικό μπλαμπλα θα μπορούσε να τους ρίξει πρόσκαιρα στάχτη στα μάτια, να τους κάνει να ξεχάσουν ότι δεν προσεύχομαι! Δε θα ήταν αριστουργηματικό στ’ αλήθεια, να μετέλθω τα δικά τους μέσα, στο δικό τους χώρο, για τους δικούς μου σκοπούς;
– Να διαλέξω έναν αθεϊστικό αφορισμό ή ένα απόσπασμα αθεϊστή συγγραφέα μέσα σε μια εκκλησία; Όχι, υπερβολικά άκομψο. Θα μ’ εξομοίωνε με τρολ που προβάλλει τους λήρους των καμηλιέρηδων της ιουδαϊκής ερήμου ως πανανθρώπινη αποδεδειγμένη αλήθεια σε αθεϊστικά blogs. Όχι, η προέλευση της παραίνεσης έπρεπε να είναι θεϊστική. Αλλά όχι «δική τους», καθολική. Ή τουλάχιστο, όχι αποκλειστικά δική τους – για να τους προδιαθέσει να ισορροπήσουν πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ της αποδοχής και της καχυποψίας.
– Ο δημιουργός της θα έπρεπε να έχει ταξιδέψει, να έχει δεχθεί πολλές επιρροές, και, κυρίως, να διδάσκει την ελευθερία και την ανοχή. Ανοχή, ειδικά σε ό,τι αφορά τα παιδιά – γιατί, μην ξεχνάμε, η βάπτιση είναι – πρωτίστως – μια σημαντική απόφαση που λαμβάνεται από προκατειλημμένους ανθρώπους (θρησκευόμενους γονείς) εκ μέρους ενός αδύναμου ανθρώπινου όντος. Πολύ πριν αυτό αποκτήσει τη διανοητική ικανότητα να τη λάβει το ίδιο. Amica mihi F, sed magis amica veritas (ναι ξέρω, ξέρω, άσε τις λατινικούρες και κάντο τάλαρα: την αγαπάω τη Φ, αλλά δε μπορώ να παραβλέψω την – κατ’ εμέ – εσφαλμένη της απόφαση να βαφτίσει βρέφος το παιδί της).

Πλονκ! Όπως στα κόμικς του Ντίσνεϋ, μια λάμπα άναψε πάνω απ’ το – καταταλαιπωρημένο απ’ τις ομπρελιές του κομμουνιστοσυμμοριτοβάτραχου Τζίμινι Κρίκετ – κρανίο μου. Φυσικά, όχι μια οποιαδήποτε λάμπα, όχι ένας κοινός γλόμπος, όχι ένα χριστιανικό χρυσοποίκιλτο καντήλι-τάμα, όχι ένα θιβετιανό λυχνάρι με βούτυρο γιάκ, όχι μια επτάφωτος λυχνία. Μια αντίκα του Gallé, από δίχρωμο γυαλί διαβρωμένο καλλιτεχνικά με οξύ και τροχισμένο στις λεπτομέρειες. Με αργά βήματα – τσαλαπατώντας βιβλία, περιοδικά, ρούχα, εσώρουχα, πιάτα, CD και βλαστημώντας τη μοίρα μου την ξελογιάστρα που δε μ’ έκανε κι εμένα αμνοερίφιο να κοιμάμαι σαν τούβλο το βράδυ – κατευθύνθηκα προς τη βιβλιοθήκη μου. Στα ράφια με τα αγγλόφωνα. Θυμόμουν δυο-τρεις σκόρπιες λέξεις του επίμαχου αποσπάσματος, το γενικό νόημα, και ότι είχα το βιβλίο. Δε θυμόμουν τον τίτλο, το συγγραφέα, το εξώφυλλο. Γερνάω, μαμά… Soit: είχα δυό βδομάδες να το βρω.



Bingo! (υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες)

Μέρος δεύτερο

Υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, ο ανωτέρω διάλογος θα με είχε κάνει παπόρι – απ’ αυτά τα επικίνδυνα που οι φιλοπάτριδες έλληνες εφοπλιστές δρομολογούν το καλοκαίρι σε νησιά της άγονης γραμμής. Αλλά η Φ είναι λατρεμένη φίλη, και με βοήθησε πολύ όταν πρωτοήρθα ωσάν γκασταρμπάιτερ στις φάμπρικες της Γερμανίας. Κι έπειτα, τι μου ζητάει πια; Να μοιραστώ τη χαρά της – και ένας θεός ξέρει (sic) πόσο τη χάρηκα τη γέννηση της μικρής ανιψούλας μου επί τιμή, και πόσο περιμένω τις βόλτες με το καρότσι την άνοιξη, τις πρώτες μουτζουροζωγραφιές, τις συζητήσεις περί του Προυστ, του Δαρβίνου και του Ντώκινς στην εφηβεία της (χεχεχε, το κρυφό σχολειό ξαναχτυπά!). Υπάρχει διαφορά μεταξύ της ήσυχης συνείδησης και της πνευματικής αρτηριοσκλήρωσης, έτσι δεν είναι;- «Ξεφτίλλα!»
Η μικροσκοπική πλην τσουχτερή ομπρέλα του προσωπικού μου Τζίμινι Κρίκετ (για να ’μαι ειλικρινής, φέρνει περισσότερο στον Εσταυρωμένο Βάτραχο του Martin Kippenberger – με μια γενειάδα αλά Μαρξ και τη φωνή του Σωτήρη Καλυβάτση!) εξοστρακίστηκε στο ανυποψίαστο κρανίο μου.
Come again?
– «ΞΕΦΤΙΛΛΑ είπα! Τι θα κερδίσει ο άνθρωπος, αν τα ’χει καλλά με τον κόσμο όλλο, χάσει όμως τη συνείδησή του;»
Wow, wow, wow hold it right there frog! Δεν έχεις εσύ το κόπυραϊτ σ’αυτή τη φράση, από πού την ξεπατίκωσες;
– «Άσ’ τα ψόφια! Είσαι ή δεν είσαι ά-θεος; Δεν έχεις το θεό σου – ή μήπως πάλλι τον έχεις; Κι αν όντως δεν τον έχεις, πώς μπορείς να προσευχηθείς σ’ αυτόν; Ουαί Γραμματεύ και Φαρισαίε Υποκριτά.»
– Μα, είναι για καλό σκοπό …
– «Βαστάτε με για θα τον λλοβοτομήσω με το κουταλλάκι του τσαγιού! ‘Exitus acta probat?’ Από πότε βρε χαϊβάνι η πρόθεση καθαγιάζει την πράξη; Ιερό Αυγουστίνο θα σε κάνω; Δε με γίνεσαι καλλύτερα Αυγουστίνος Καντιώτης να γελλάσει και λλίγο το πικραμένο μας αχείλλι;»
– Μα ο Dawkins λέει…
– «Τσου ρε Λλάκη που θα με πεις εμένα τι λλέει ο Dawkins» (Ο μαρξιστικός μου βάτραχος-καθοδηγητής ήταν προφανώς γυρίνος στις χαβούζες της Θέρμης) «Έλλα παππού μου να σε δείξω τ’ αμπελλοχώραφά σου!». «Ορίστε το σχετικό χωρίο, ξεστραβώσου!»»Και, φυσικά, μπορούμε να διατηρήσουμε τη συναισθηματική αφοσίωσή μας στην πολιτισμική και λογοτεχνική παράδοση του ιουδαϊσμού, του χριστιανισμού ή του ισλάμ, λόγου χάριν ,και να παίρνουμε ακόμη και μέρος σε θρησκευτικές τελετές όπως σε γάμους και κηδείες, χωρίς να πιστεύουμε στις υπερφυσικές πεποιθήσεις που ιστορικά συνοδεύουν τις εν λόγω παραδόσεις. Μπορούμε να εγκαταλείψουμε την πίστη στον Θεό χωρίς να χάσουμε την επαφή μας με μια πολύτιμη κληρονομιά.»
Richard Dawkins, Η περί θεού αυταπάτη, εκδόσεις Κάτοπτρο 2007, κεφάλαιο 9 τελευταία παράγραφος, σελ.379- «Τι λλέει λλοιπόν ο Dawkins; Ότι μπορείς να παραστείς σε μια θρησκευτική τελετή αντί να βομβαρδίσεις το ναό με βρωμούσες δε λλέει; Λλέει πουθενά ότι πρέπει να συμμετάσχεις ενεργά ως υποκριτής, έστω κομπάρσος, στο όλλο θέατρο του παραλλόγου; Εεε; Για κοίτα με στα μάτια λλοιπόν κι εξηγήσου!»
– …
– «Δε μιλλάας ε; Καλλώς. Άσ’ την για σήμερα. Αλλλά πρωί-πρωί αύριο θα πας να της εξηγήσεις πως έχουν τα πράγματα.»

Εκείνο το βράδυ, δεν έκλεισα μάτι. Ο συνειδησιακός μου αριστεροβάτραχος είχε δίκιο – φως φανάρι. Άλλο μια εθιμοτυπική επίσκεψη στην εκκλησία (ως φιλότεχνος-φιλόμουσος, ποτέ δεν είχα τέτοιο κόλλημα-κώλυμα) – και άλλο η προσευχή, που απευθύνεται στο ον εκείνο που ισχυρίζομαι πως δεν πιστεύω. Κατά το τυπικό της, η Fürbitte δεν είναι μια απλή ευχή – έκφραση επιθυμίας (εύχομαι να μη βρέχει αύριο, εύχομαι να πέσει επιτέλους το τεκνό στο γυμναστήριο, εύχομαι να ανεβεί ο CAC40). Αρχίζει με τα λόγια: “Für [όνομα], ich bitte um [πράγμα-κατάσταση-ιδιότητα]” [Υπέρ του/της -, παρακαλώ για -]. Και ο παπάς απαντά: “Darum bitten wir Dich, ο Gott” [Γι’ αυτό σε παρακαλούμε, Θεέ] μην αφήνοντας καμία αμφιβολία ποιος είναι ο αποδέκτης αυτού του αιτήματος και από ποιον υποτίθεται ότι εξαρτάται η πραγματοποίησή του.

(Σας μιλάει ο αυτόματος τηλεφωνητής του Θεού: αν και πανταχού παρών, αυτή τη στιγμή λείπω. Αν και παντογνώστης, αφήστε τη Fürbitte σας μετά το χαρακτηριστικό πλάγιο ήχο και – αν και παντοδύναμος και τα πάντα πληρών – θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σας, εν ευθέτωι.)