Μ’αεροπλάνα και βαπόρια


Σε προεκλογική κουβέντα με καλό βούλγαρο συνάδελφο που σκαμπάζει λιγάκι απ’ τα ελληνικά πράγματα, ενώ του εξηγούσα ότι (ξεκινώντας απ’ τα δεξιά προς τα αριστερά) τα μεν χρυσαύγουλα είναι επικίνδυνοι φασίστες, ο δε ΛΑΟΣ λιγότερο επικίνδυνος κωλοτούμπας, οι δε Ανεξέλληνες, ντιπ για μπιτ καμένοι, οι δε φύρδην μίγδην φιλελεύθεροι μόνο κατ’ όνομα, οι δε ΠΑΣΟΚΝΔ κωλοπετσωμένοι, απέλπιδες και διεφθαρμένοι, η δε ΡΗΜΑΔ δεκανίκι με μια εσάνς αριστερισμού, οι δε ΣΥΡΙΖΑ άπειροι επαναστάτες του γλυκού νερού, μεθυσμένοι απ’ την προοπτική της εξουσίας, το δε ΚΚΕ ναρκωμένο μες τη Μ-Λ του ναφθαλίνη, η δε μη κοινοβουλευτική αριστερά ενδιαφέρουσα μα ανύπαρκτη, ερωτήθην υπέρ ποίων διάλο τάσσομαι. Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο, Χ, παρακάλεσα. Μετά από πολύ πρόγκηγμα, και την τελευταία γουλιά από Μαβρούτ, αναγκάστηκα να του ομολογήσω ότι – αν ψήφιζα, και παρά την αηδία που θα ένιωθα – θα το’ριχνα στους κωλοπετσωμένους, απέλπιδες και διεφθαρμένους – ή στο αριστερό δεκανίκι.
– «Γιατί;»
– «Γιατί μόνο αυτοί έχουν ήδη κάνει την κωλοτούμπα τους και θα ακούσουν τη φωνή του αφέντη τους αμέσως. Όλοι οι άλλοι είναι είτε αμελητέοι, είτε τουλάχιστο μια κωλοτούμπα μακρυά, είτε και τα δυό – και καιρός για χάσιμο δεν υπάρχει.»
– фанариот …
– «Μπαρδόν;»
– фанариот = Φαναριώτης. Έτσι λέγαμε στη Βουλγαρία των πρώτων μεταρρυθμίσεων μετά το «σοσιαλισμό» (μόρφασε, και σούφρωσε τα φρύδια του τόσο που γίνανε ζευγάρι εισαγωγικά, και περιέκλεισαν τη λέξη τρυφερά, όπως τα βυζιά της Ντόλυ Πάρτον το κεφάλι του Μπαρτ Ρέινολντς), τους «πεφωτισμένους» (φρύδια σε υπερωρίες) εκείνους «πατριώτες» (όχι άλλο, θα κάνεις ρυτίδες!) που πίστευαν ότι η «εναρμόνιση» (too late…) με την «Ευρώπη» θα ήταν «πανάκεια». Κοντολογίς, τοποτηρητές ξένου καθεστώτος, σαν τους πουλημένους Έλληνες του Φαναρίου που η Πύλη έστελνε στη Μολδοβλαχία για να’χει το κεφάλι της ήσυχο με τους βαρβάρους. Καλλιεργημένοι μπάσταρδοι, ανήκοντες παντού και πουθενά.
Για άλλη μια φορά, θαύμασα την οξυδέρκεια της νεολαίας των προς βοράν γειτόνων μας – που, λόγω σοσιαλισμού θες, λόγω εξορθολογισμού θες, δεν είχε υποστεί πλύση εγκεφάλου περί του «ένδοξού μας βυζαντινισμού» που συνεχιζόταν μέσω Φαναρίου.
– «Και εγώ; фанариот;»
– «Ε, εδώ που τα λέμε, και εσύ, λιγάκι фанариот …» Φρύδια στην ημιανάπαυση. Requiem: Et lux perpetua luceat eis.

 

Εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα αργά. Και άσχημα. Ήμουν ένας фанариот. Και κολυμπούσα πλάι στη Σχεδία της Μέδουσας ΙΙ, σε μια φουρτουνιασμένη Μεσόγειο που, άγνωστο πώς – καιγόταν κιόλας. Μακριά απ’ τη Σχεδία της Μέδουσας ΙΙ. Με απλωτές. Στομάχι κήτους, ή στομάχι «συμ-πατριώτου»; Καλύτερα φύκια. Και μεταξωτές κορδέλες επίσης. Κανίβαλοι. Χέρια απλωμένα, χέρια σφιχτά. Τι έμεινε να σφίγγουν; Χέρια που μουντζώνουν – το προφανές. Χέρια που δεν ξέρεις αν είναι ακόμη συνδεδεμένα με το υπόλοιπο σώμα ή ακρωτηριασμένα.
Μάτια. Αλλήθωρα. Απελπισμένα. Πεταγμένα έξω. Σχεδόν πάντοτε, μυωπικά.
Στο βάθος, το καράβι που αγωνιζόμουν να προφτάσω. Είχε άραγε foie gras και mombazillac στ’αμπάρια του, και μούτσους που γίναν καπεταναίοι στη γέφυρά του; Μα για στάσου, δεν ήταν ακριβώς αυτό το καράβι που βύθισε το δικό μας; Τότε γιατί του φωνάζουν να βοηθήσει; Ναι, αυτό ήταν, τα κανόνια του αχνίζουν ακόμα. Αλλάζει ρότα; Έρχεται να μας πάρει (να μας κάνει τί😉 ή παίρνει θέση για άλλον έναν κανονιοβολισμό; Αλλά πάλι, είναι δική μου ιδέα (τα κύματα με χτυπάν από παντού, δεν έχω πια την αίσθηση του ορίζοντα) ή βυθίζεται σιγά-σιγά και αυτό;
Από άλλο μύθο, ξεκρέμαστες εντελώς, σαν κάγκουρας που έρχεται σε πάρτυ χωρίς μια κάσα Martini, υπήρχαν και Σειρήνες που πετούσαν τριγύρω απ’ τη Σχεδία της Μέδουσας ΙΙ. Χωρίς Οδυσσέα – που λεφτά για κατάρτια, σχοινιά και σαπούνια: πωλητέλειες. Αλλά με πολλούς Θερσίτες. Που κάναν διάλογο με τις Σειρήνες. Και δεν ήξερες, μετά από λίγο, ποιος ήταν ποιος.

Δεν άλλαζα φαίνεται, και βούλιαζα. Περίμενα την Κριστίν-Λευκοθέα με το μαντήλι της, να ηρεμήσει τα κύματα, αλλ’ αντ’ αυτής μέσα στο νερό ξεπρόβαλε το πρόσωπο του Νηρέα. Ασπρομάλλης εκατόχρονος τώρα, μα κάποτε κολυμπούσε σαν σολoμός Νορβηγίας στα ήρεμα νάματα του Μάαστριχτ όταν ο κόσμος ήταν νέος. Κοιμόταν. Τον ύπνο του δικαιούχου. «Άκου να δεις νεαρέ» βρυχήθηκε. «Για να φτάσει το καρυδότσουφλο τη ναυ-αρχίδα χρειάζεται κοινή εποπτεία στις μηχανές, κοινή εγγύηση της καθαρότητας των καυσίμων και συλλογική αγγαρεία στο καθάρισμα του αμπαριού. Για να γίνουν ολ’αυτά, χρειάζονται πέντε τέρμινα. Έχεις μια βδομάδα.»

Ξύπνησα κάθιδρος. Φόρεσα τη στολή μου, έδεσα τις αρβύλες μου, μάζεψα την αιώρα και ετοιμάστηκα να ανεβώ από το μπαλαούρο στο κατάστρωμα, να προλάβω το συσσίτιο. Επιπλέαμε. Πλέαμε; Αλλάζαμε; Βουλιάζαμε; Αλαλάζαμε.

Σε πιο ευτυχισμένες μέρες, κάποιος γνωστός, καθηγητής στο Λούβρο, είχε αναφέρει πως το στερεωτικό βερνίκι (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων) που χρησιμοποίησε για τον πίνακα ο Géricault δεν έπιανε στο μαύρο χρώμα. Αποτέλεσμα: τα μέρη του πίνακα με μαύρη μπογιά εξαπλώνονται σιγά, αλλά σταθερά. Και αναπότρεπτα.

Είναι γνωστό πως η τέχνη μιμείται τη ζωή.

Oskar Kokoschka, Τίγρη, 1969

Πόσες και πόσες ορθές μεταρρυθμίσεις δεν απέτυχαν μόνο και μόνο επειδή τις πρότεινε ένα μισητό καθεστώς! Και, αντιστρόφως, πόσες και πόσες άφρονες πράξεις δεν καταχειροκροτήθηκαν, μόνο και μόνο επειδή έφεραν τη σφραγίδα της μαχητικής νομιμοποίησης. Έτσι δε έχουν τα πράγματα, σε όλους τους τόπους, σε όλους τους καιρούς: αν ένα νομοσχέδιο υποβάλλεται σε ψηφοφορία, oι ψηφοφόροι αποφασίζουν λιγότερο με βάση το περιεχόμενό του και περισσότερο με βάση την εμπιστοσύνη που έχουν (ή δεν έχουν) στο πρόσωπο που το εισηγείται. Μετανοούμε και επανεξετάζουμε τα πράγματα μόνο κατόπιν εορτής.

Αμίν Μααλούφ, η Απορύθμιση του Κόσμου, Grasset, 2009, σελ. 116

[Η μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο και οι υπογραμμίσεις, του μαγαζιού]

 

Πάει καιρός πια που δε σου’γραψα, μοναδικέ-μοναχικέ μου αναγνώστη. Λίγο η ευτυχία στην προσωπική μου ζωή, λίγο η δυστυχία στην επαγγελματική μου τοιαύτη (chicsic), λίγο τα ογκώδη γραπτά της δουλείας που θαρρείς στάζουν αίμα και που ρουφάνε το δικό μου, δεν πρόκαμα, και δεν μπόρεσα. Συμπάθα με.

Λίγες μέρες νωρίτερα διάβασα αυτό. Και σήμερα, που γράφω αυτές τις γραμμές στο αργοπορημένο τραίνο της επιστροφής στο χωριό μετά από ταξείδιον εργασίας ευσυνειδήτου υπαλληλίσκου, διάβασα το κείμενο της εισαγωγής.

Και πήρα την άξαφνη απόφαση να γράψω γιατί σήμερις το βράδυ, μεσάνυχτα ώρα Νοτίου Δανιμαρκίας, μέσα στο Ναό της Δημοκρατίας, περί τα διακόσια ενενήκοντα εννέα (εξόν απ’ όσα έφαγαν οι λύκοι ή οι αρρώστιες) πρόβατα εκλήθησαν να βελάσουν τη εμπιστοσύνη τους σε μία νέα (οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες) κυβέρνηση. Η εμπιστοσύνη αυτή κανονικά βελάζεται κάθε φορά που σχηματίζεται νέα κυβέρνηση, κάθε φορά που το ζητά ο Πρωθυπουργός ή (αντιστρόφως) κάθε φορά που η αντιπολίτευση καταθέτει πρόταση μομφής. Επί του παρόντος, η βελασθείσα εμπιστοσύνη είναι μονέδα χρειαζούμενη προκειμένου αυτή η νέα κυβέρνηση να εφαρμόσει τα μέτρα που απορρέουν από ένα κιτάπι που όλοι – είτε το έχουν διαβάσει είτε όχι, ονομάζουν «μνημόνιο» (αυτό είναι το χαϊδευτικό του, αναγνώστα, το πλήρες βαπτιστικό του είναι: μνημόνιο (αλληλο-)κατανόησης, memorandum of understanding – η κατανόηση όμως πήγε περίπατο).

Μιλώντας για κατανόηση, έξω απ’ το Ναό της Δημοκρατίας, περί τις κάμποσες χιλιάδες πρόβατα τε και ερίφια (εκ δεξιών και εξ αριστερών του Πατρός και της Πατρίδως ακατασχέτως), αυτοκλήτως εβέλασαν ότι δε δίνουν την εμπιστοσύνη τους στη νέα κυβέρνηση.

Υπόψη, σύντροφε της αγρύπνιας μου, δε χρειάζεται ψήφος εμπιστοσύνης για την εφαρμογή των μέτρων του μνημονίου, στο βαθμό τουλάχιστον που αυτά περιλαμβάνονται στο αρχικό μνημόνιο – που αποτελεί νόμο του Κράτους. Ξαναμανά υπόψη, σύντροφε της αγρύπνιας μου, σ’ἐνα σύστημα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οι Ἐλληνες μπορούν να συνέρχονται «ησύχως και χωρίς όπλα» αλλά – πέραν της ψήφου των στις εκλογές – άλλη ψήφο εμπιστοσύνης δε δίνουν. Όσο μια κυβέρνηση έχει τη δεδηλωμένη, οφείλει να κυβερνά. Μέχρι τη λήξη της θητείας της. Κουκιά μετρημένα.

Αυτά για εισαγωγή. Μακροσκελή, το ξέρω. Ίσως γιατί φοβάμαι, αναγνώστα, να σε γράψω αυτά που θέλω να σε γράψω. Καλά αν είσαι της κάτω πλατείας: θα με αποκαλέσεις όργανο του διεθνούς καπιταλισμού, θα υποβάλεις ψήφισμα καταδίκης των απόψεών μου στη λαϊκή συνέλευση και το πράγμα θα τελειώσει εκεί. Αν όμως είσαι της πάνω πλατείας; Θα με τυφλώσεις με λέιζερ; Θα με πεις να πάω σπίτι μου (μακάρι να’ξερα που είναι το σπίτι μου…); Θα με προπηλακίσεις; Θα με κουρέψεις και θα με σύρεις στο λαϊκό δικαστήριο δοσιλόγων; Ακόμη χειρότερα, αν δεν είσαι καμίας πλατείας, αν σου’χουν μόλις ξανα-περικόψει το μισθό σου, τη σύνταξή σου, την εκπαίδευση των παιδιών σου, τα φάρμακά σου, και με κοιτάξεις απλώς λυπημένα, εγώ τι θα κάνω;

Άλλα όποιος και να ’σαι (όοοοπου και να’σαι…) μοναδικέ-μοναχικέ μου αναγνώστη, αν άντεξες ως εδώ, θα τ’ ακούσεις και η μισή ντροπή δική μου, η μισή δική σου. Δώσε τώρα βάση.

Μπορεί ο Γιωργάκης να είναι, κατά το ρηθέν υπό της Μαλβίνας «μπουχέσας γιός ενδόξου πατέρα». Μπορεί να μην είναι ικανός να αρθρώσει μια κύρια πρόταση στα νέα ελληνικά με υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο/κατηγορούμενο (τους επιθετικούς-επιρρηματικούς προσδιορισμούς και τις δευτερεύουσες προτάσεις του τις χαρίζω) Μπορεί να τον θεωρείς αμερικανάκι, σουηδάκι, εβραιομασώνο, όργανο του διεθνούς σιωνισμού που μας ψεκάζει για να εγκαταστήσει τη νέα παγκόσμια διακυβέρνηση, πουλημένο, ηλίθιο. Δεν αποκλείω επίσης καθόλου να είναι ορισμένα απ’ τα ανωτέρω.

Μπορεί να θεωρείς το Βενιζέλο έναν αμετροεπή επηρμένο αριβίστα εξουσιομανή διανοούμενο. Μπορεί να θεωρείς το Σαμαρά έναν πατριδοκάπηλο πολιτικάντη της επαρχίας καταχραστή μυστικών κονδυλίων του υπουργείου εξωτερικών. Μπορεί να θεωρείς τον Πάγκαλο _______[αυτολογοκρισία]. Το cut a long story short, μπορεί να έχεις τη χείριστη γνώμη για τα εντός βουλής ερίφια. Και δεν αποκλείω καθόλου – μα καθόλου – να έχεις δίκαιο.

Επίσης, εγώ μπορεί να θεωρώ πως οι κάφροι της άνω πλατείας είναι γραφικοί τύποι που επειδή έπιασαν ένα λέηζερ στο χέρι αισθάνονται σαν τον Όμπι Ουάν Κενόμπι στον Πόλεμο τον Άστρων και σημαδεύουν ό,τι κινείται. Μπορεί να θεωρώ επίσης ότι η αγανάκτησή τους οφείλεται στο ότι αυτοί δεν έφαγαν αρκετά (διότι, θυμηθείτε, μαζί τα φάγαμε, το κατά δύναμιν ο καθένας) – στο ότι είναι απλά small time crooks που δεν πρόλαβαν να πιάσουν την καλή. Και μη μου το χαλάς, μην αποκλείεις να έχω δίκιο.

Μπορεί πάλι να θεωρώ πως οι αιθεροβάμονες της κάτω πλατείας είναι γραφικοί τύπου που σήμερα ανακαλύπτουν την άμεση δημοκρατία, αύριο τον εξοστρακισμό – ίνα μη τι χείρον είπω. Μπορεί να θεωρώ επίσης ότι η αγανάκτησή τους οφείλεται στο ότι αυτοί δεν έφαγαν διότι – λόγω ιδεολογίας ή αφέλειας – δεν ήθελαν να προσπαθήσουν καν. Και μη μου το χαλάς, μην αποκλείεις να έχω δίκιο.

 

Δεν είναι όμως τα ανωτέρω το ζητούμενο. Το ζητούμενο δεν είναι καν Μνημόνιο ή Αναθεωρημένο Μνημόνιο. Το ζητούμενο είναι: Μνημόνιο ή όχι Μνημόνιο;

Και αυτό το ερώτημα είναι θεμιτό να επιδέχεται διαφορετικές απαντήσεις, ανάλογα με τις ιδεολογικές θέσεις, την προσωπική κατάσταση και τις προσδοκίες του καθενός. Αλλά όχι με βάση την αγανάκτηση του καθενός – και όχι με κριτήριο του ποιός προτείνει τί. Μ’άλλα λόγια:

  • πιστεύεις στη χρεοκοπία της χώρας και την επιστροφή στη δραχμή, έχοντας επίγνωση των συνεπειών για την Ελλάδα, την Ευρώπη και την Ευρωζώνη (την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια!); Μπορώ να συζητήσω μαζί σου – αν και εσύ μάλλον δεν μπορείς διότι ετοιμάζεσαι να πάρεις τα χειμερινά ανάκτορα. Αν τα πάρεις, χαλάλι σου. Και στείλε με στη Σιβηρία. Μακάρι να μη σε πιάσει ο πασίγνωστος αφορισμός του γέρο Μαρξ και να τη βρεις την Ιθάκη της κομουνιστικής κοινωνίας.
  • πιστεύεις ότι η Ελλάδα πρέπει να μείνει μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης, υποτασσόμενη (ναι, εκεί που φτάσαμε, αυτή είναι η λέξη αναγνώστα) στις προθέσεις των διεθνών δανειστών της; Μπορώ να συζητήσω μαζί σου – αν και εσύ μάλλον δε προφταίνεις γιατί κοιτάς που θα σφίξεις το ζωνάρι παραπάνω και πως θα διασφαλίσεις το μέλλον των παιδιών σου. Καλό κουράγιο.

 

  • πιστεύεις ότι το μνημόνιο είναι κακό επειδή στο πλασάρει ο Γιωργάκης; πιστεύεις ότι η διαπραγμάτευση του μνημονίου είναι καλό επειδή στην πλασάρει ο Σαμαράς; Πιστεύεις ότι το χρέος της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι απεχθές επειδή στο είπε το Debtocracy και ο Τσίπρας; πιστεύεις ότι η αγανάκτησή σου (μου του όλων) μπορεί να αλλάξει θετικά την κοινωνία στην οποία ζεις;

Πάρτο αλλιώς.

Εδώ και εδώ τα αφιερώματα των περασμένων ετών.

 Walt Whitman (1819–1892) – Leaves of Grass (1900)

City of Orgies

 City of orgies, walks and joys!

City whom that I have lived and sung in your midst will one day make you illustrious,

Not the pageants of you—not your shifting tableaux, your spectacles, repay me;

Not the interminable rows of your houses—nor the ships at the wharves,

Nor the processions in the streets, nor the bright windows, with goods in them;

Nor to converse with learn’d persons, or bear my share in the soiree or feast;

Not those—but, as I pass, O Manhattan! your frequent and swift flash of eyes offering me love,

Offering response to my own—these repay me;

Lovers, continual lovers, only repay me.

Επόμενη σελίδα: »